- ανώνυμος εταιρεία
- акционерcко друштво
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
ανώνυμος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει όνομα: Το ανώνυμο πλήθος συχνά ενεργεί τυφλά. 2. αυτός που κρύβει το όνομά του: Ο δωρητής θέλει να μείνει ανώνυμος. 3. αυτό που δεν έχει το όνομα εκείνου που το έγραψε: Η «Eλληνική Νομαρχία» είναι έργο ανώνυμου. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek